- κομπλέ
- άκλ.1. πλήρης, γεμάτος2. με όλα τα εξαρτήματά του, συμπληρωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. complet «πλήρης» (< λατ. completus)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομπλέ — (λ. γαλλ.), άκλ., πλήρης, με όλα τα εξαρτήματα και παρακολουθήματα: Στο ξενοδοχείο παραγγέλναμε πρωινό κομπλέ κάθε πρωί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)